στίβον

στίβον
στίβος
trodden way
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ογμεύω — ὀγμεύω (Α) [όγμος] 1. (για γεωργό που καλλιεργεί ή θερίζει) κινούμαι σε ευθεία γραμμή, κάνω ευθεία γραμμή με το άροτρο 2. βαδίζω σε σειρά μπροστά από κάποιον («τὸ πλῆθος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ», Ξεν.) 3. φρ. «ὀγμεύω στίβον» (για… …   Dictionary of Greek

  • έναυλος — (I) ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α) 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.) 2. χείμαρρος 3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα. (II) η, ο (AM ἔναυλος, ον) 1. (για φωνή …   Dictionary of Greek

  • στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”